πρόσπολος

πρόσπολος
πρόσπολος
servant
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πρόσπολος — ὁ, ἡ, Α·1. θεράπων, ακόλουθος 2. ιερέας που βρίσκεται στην υπηρεσία θεού («Λητοῑ πρόσπολος», Ανθ. Παλ.) 3. (ως θηλ.) θεραπαινίδα, θαλαμηπόλος 4. φρ. α) «πρόσπολος φόνου» συνεργός φόνου β) «Βάκχου πρόσπολοι» οι Βάκχες, οι Βακχίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • προσπόλοις — πρόσπολος servant masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσπόλοισι — πρόσπολος servant masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσπόλοισιν — πρόσπολος servant masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσπόλου — πρόσπολος servant masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσπόλους — πρόσπολος servant masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσπόλων — πρόσπολος servant masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσπολε — πρόσπολος servant masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσπολοι — πρόσπολος servant masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσπολον — πρόσπολος servant masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”